ἀμφιπεριστείνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfiperisteinomai | |Transliteration C=amfiperisteinomai | ||
|Beta Code=a)mfiperistei/nomai | |Beta Code=a)mfiperistei/nomai | ||
|Definition=Pass., (στεινός, στενός) | |Definition=Pass., ([[στεινός]], [[στενός]]) to [[be pressed]], [[be crowded on all sides]], Call.''Del.'' 179. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[llenarse]], [[atestarse por completo]] ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.<i>Del</i>.179. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιπεριστείνομαι''': (στεινός, [[στενός]]), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179. | |lstext='''ἀμφιπεριστείνομαι''': (στεινός, [[στενός]]), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφιπεριστείνομαι]] (Α)<br />πιέζομαι, συνωθούμαι από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περιστείνομαι</i> «στενεύομαι, πιέζομαι»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., (στεινός, στενός) to be pressed, be crowded on all sides, Call.Del. 179.
Spanish (DGE)
llenarse, atestarse por completo ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.Del.179.
German (Pape)
[Seite 141] Call. Del. 179, ringsum zusammengedrängt, voll sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπεριστείνομαι: (στεινός, στενός), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.
Greek Monolingual
ἀμφιπεριστείνομαι (Α)
πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»].