μετάχρονος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metachronos
|Transliteration C=metachronos
|Beta Code=meta/xronos
|Beta Code=meta/xronos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">out of date, anachronistic</b>, <b class="b3">πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι</b>] <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>80</span>.</span>
|Definition=μετάχρονον, [[out of date]], [[anachronistic]], <b class="b3">πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι]</b> Luc.''Salt.''80.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[postérieur]], [[tardif]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χρόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάχρονος:''' [[позднейший]], [[поздний]] (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάχρονος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] χρόνον, ὁ [[ἔπειτα]] γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
|lstext='''μετάχρονος''': -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ [[ἔπειτα]] γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />postérieur, tardif.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χρόνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''μετάχρονος:''' -ον, [[καθυστερημένος]], αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.
|lsmtext='''μετάχρονος:''' -ον, [[καθυστερημένος]], αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μετάχρονος:''' позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
|mdlsjtxt=[[μετά]]-χρονος, ον<br />[[after]] the [[time]], done [[later]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάχρονος Medium diacritics: μετάχρονος Low diacritics: μετάχρονος Capitals: ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: metáchronos Transliteration B: metachronos Transliteration C: metachronos Beta Code: meta/xronos

English (LSJ)

μετάχρονον, out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.

Russian (Dvoretsky)

μετάχρονος: позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

Greek Monolingual

μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.

Greek Monotonic

μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μετά-χρονος, ον
after the time, done later, Luc.