φίλητρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filitron
|Transliteration C=filitron
|Beta Code=fi/lhtron
|Beta Code=fi/lhtron
|Definition=τό, the primary form of [[φίλτρον]], acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>795.17</span>; [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="title">AP</span>11.218 (Crates).
|Definition=τό, the primary form of [[φίλτρον]], acc. to ''EM''795.17; [[falsa lectio|f.l.]] in ''AP''11.218 (Crates).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό [[μέσο]] ή [[ποτό]] που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, [[φίλτρο]]<br /><b>2.</b> ερωτική [[σχέση]], ερωτική [[περιπέτεια]] («κατάγλωττ' ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i> «[[αγαπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόσμη</i>-<i>τρον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό [[μέσο]] ή [[ποτό]] που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, [[φίλτρο]]<br /><b>2.</b> ερωτική [[σχέση]], ερωτική [[περιπέτεια]] («κατάγλωττ' ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i> «[[αγαπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[κόσμητρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλητρον Medium diacritics: φίλητρον Low diacritics: φίλητρον Capitals: ΦΙΛΗΤΡΟΝ
Transliteration A: phílētron Transliteration B: philētron Transliteration C: filitron Beta Code: fi/lhtron

English (LSJ)

τό, the primary form of φίλτρον, acc. to EM795.17; f.l. in AP11.218 (Crates).

German (Pape)

[Seite 1277] τό, Liebeshandel, verliebtes Abenteuer, φίλητρα ἀείδειν Crates gramm. ep. (XI, 218); auch = φίλτρον, Nähe Choeril. p. 98.

Russian (Dvoretsky)

φίλητρον: τό Anth. = φίλτρον.

Greek (Liddell-Scott)

φίλητρον: τό, ὁ πρῶτος τύπος τῆς λέξεως φίλτρον, κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 795, 15· ― ἐν Ἀνθ. Π. 11. 218, ὁ Dobree ἀνέγνω Φιλητᾶ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό μέσο ή ποτό που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, φίλτρο
2. ερωτική σχέση, ερωτική περιπέτεια («κατάγλωττ' ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + επίθημα -τρον (πρβλ. κόσμητρον)].