κλέπιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klepimos | |Transliteration C=klepimos | ||
|Beta Code=kle/pimos | |Beta Code=kle/pimos | ||
|Definition= | |Definition== [[κλόπιμος]], [[contraband]], ἔλαιον ''PHib.''1.59.7 (iii B.C.), prob. in ''PRev.Laws''55.20 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλέπιμος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που προέρχεται από [[λαθρεμπόριο]], που διέφυγε τη [[φορολογία]] («κλέπιμον [[ἔλαιον]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλόπιμος]], κατ' [[επίδραση]] του [[κλέπτω]]. | |mltxt=[[κλέπιμος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που προέρχεται από [[λαθρεμπόριο]], που διέφυγε τη [[φορολογία]] («κλέπιμον [[ἔλαιον]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλόπιμος]], κατ' [[επίδραση]] του [[κλέπτω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
= κλόπιμος, contraband, ἔλαιον PHib.1.59.7 (iii B.C.), prob. in PRev.Laws55.20 (iii B.C.).
Greek Monolingual
κλέπιμος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο, που διέφυγε τη φορολογία («κλέπιμον ἔλαιον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόπιμος, κατ' επίδραση του κλέπτω.