μελαγκράνινος: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melagkraninos
|Transliteration C=melagkraninos
|Beta Code=melagkra/ninos
|Beta Code=melagkra/ninos
|Definition=[ᾰ], ον, [[plaited of rushes]], Philet.17.2; σφενδόναι <span class="bibl">Str.3.5.1</span> (-[[κραϊν]]- codd. in both places).
|Definition=[ᾰ], ον, [[plaited of rushes]], Philet.17.2; σφενδόναι Str.3.5.1 (-[[κραϊν]]- codd. in both places).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγκράνινος]], -ον ή [[μελαγκράνιος]], -ον (Α)<br />πλεγμένος από μελαγκρανίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κράνινος]] και -<i>κράνιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. [[περικράνιος]]].
|mltxt=[[μελαγκράνινος]], -ον ή [[μελαγκράνιος]], -ον (Α)<br />πλεγμένος από μελαγκρανίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κράνινος]] και -<i>κράνιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. [[περικράνιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκράνινος Medium diacritics: μελαγκράνινος Low diacritics: μελαγκράνινος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΡΑΝΙΝΟΣ
Transliteration A: melankráninos Transliteration B: melankraninos Transliteration C: melagkraninos Beta Code: melagkra/ninos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, plaited of rushes, Philet.17.2; σφενδόναι Str.3.5.1 (-κραϊν- codd. in both places).

Greek Monolingual

μελαγκράνινος, -ον ή μελαγκράνιος, -ον (Α)
πλεγμένος από μελαγκρανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κράνινος και -κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περικράνιος].