κιχλισμός: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kichlismos
|Transliteration C=kichlismos
|Beta Code=kixlismo/s
|Beta Code=kixlismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tittering]], [[giggling]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1073</span> (pl., [[varia lectio|v.l.]] [[καχασμῶν]]), cf.<span class="title">AB</span>271.</span>
|Definition=ὁ, [[tittering]], [[giggling]], Ar.''Nu.''1073 (pl., [[varia lectio|v.l.]] [[καχασμῶν]]), cf.''AB''271.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1444.png Seite 1444]] ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1444.png Seite 1444]] ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.
}}
{{ls
|lstext='''κιχλισμός''': ὁ, [[ἠλίθιος]] [[γέλως]], [[καγχασμός]], Κλήμ. Ἀλ. 196 ([[ἐντεῦθεν]] κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ [[καχασμός]]· πρβλ [[κιχλίζω]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κιχλισμός]]· [[γέλως]] σφοδρὸς» (αἰσχρὸς [[γέλως]] μετὰ ἀταξίας).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éclat de rire.<br />'''Étymologie:''' [[κιχλίζω]]¹.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[éclat de rire]].<br />'''Étymologie:''' [[κιχλίζω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=[[κιχλισμός]], ὁ (Α) [[κιχλίζω]]<br />ηχηρό και σαρκαστικό [[γέλιο]], [[καγχασμός]] («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|elnltext=κιχλισμός -οῦ, ὁ [κιχλίζω] [[gegiechel]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κιχλισμός:''' ὁ [[κιχλίζω]] II] поедание дроздов, по друг. [[κιχλίζω]] I] смех, хохот Arph.
|elrutext='''κιχλισμός:''' ὁ [[κιχλίζω]] II] поедание дроздов, по друг. [[κιχλίζω]] I] смех, хохот Arph.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κιχλισμός -οῦ, ὁ [κιχλίζω] gegiechel.
|lstext='''κιχλισμός''': ὁ, [[ἠλίθιος]] [[γέλως]], [[καγχασμός]], Κλήμ. Ἀλ. 196 ([[ἐντεῦθεν]] κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ [[καχασμός]]· πρβλ [[κιχλίζω]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κιχλισμός]]· [[γέλως]] σφοδρὸς» (αἰσχρὸς [[γέλως]] μετὰ ἀταξίας).
}}
{{grml
|mltxt=[[κιχλισμός]], ὁ (Α) [[κιχλίζω]]<br />ηχηρό και σαρκαστικό [[γέλιο]], [[καγχασμός]] («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιχλισμός Medium diacritics: κιχλισμός Low diacritics: κιχλισμός Capitals: ΚΙΧΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kichlismós Transliteration B: kichlismos Transliteration C: kichlismos Beta Code: kixlismo/s

English (LSJ)

ὁ, tittering, giggling, Ar.Nu.1073 (pl., v.l. καχασμῶν), cf.AB271.

German (Pape)

[Seite 1444] ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éclat de rire.
Étymologie: κιχλίζω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιχλισμός -οῦ, ὁ [κιχλίζω] gegiechel.

Russian (Dvoretsky)

κιχλισμός:κιχλίζω II] поедание дроздов, по друг. κιχλίζω I] смех, хохот Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κιχλισμός: ὁ, ἠλίθιος γέλως, καγχασμός, Κλήμ. Ἀλ. 196 (ἐντεῦθεν κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ καχασμός· πρβλ κιχλίζω. Καθ’ Ἡσύχ.: «κιχλισμός· γέλως σφοδρὸς» (αἰσχρὸς γέλως μετὰ ἀταξίας).

Greek Monolingual

κιχλισμός, ὁ (Α) κιχλίζω
ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.).