ξυρίας: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrias | |Transliteration C=ksyrias | ||
|Beta Code=curi/as | |Beta Code=curi/as | ||
|Definition=ου, ὁ, [[shaveling]], | |Definition=-ου, ὁ, [[shaveling]], Poll.4.133, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[πριαμωθήσομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυρίας]], ὁ (Α)<br />(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ [[τρίχες]], [[ὄγκος]] δὲ ἐστι τὸ [[ὑπέρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὤν τὰς [[παρειάς]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ( | |mltxt=[[ξυρίας]], ὁ (Α)<br />(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ [[τρίχες]], [[ὄγκος]] δὲ ἐστι τὸ [[ὑπέρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὤν τὰς [[παρειάς]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[πωγωνίας]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, shaveling, Poll.4.133, Hsch. s.v. πριαμωθήσομαι.
German (Pape)
[Seite 282] ὁ, der Geschorene, Poll. 4, 133.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρίας: -ου, ὁ, Τραγικὸν πρόσωπον τοῦ θεάτρου, «ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων, λευκὸς τὴν κόμην· προσκείμεναι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες. ὄγκος δέ ἐστι τὸ ὑπὲρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὢν τὰς παρειὰς» Πολυδ. Δ΄, 133, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πριαμωθήσομαι.
Greek Monolingual
ξυρίας, ὁ (Α)
(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὤν τὰς παρειάς», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. πωγωνίας)].