μετανάστιος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metanastios
|Transliteration C=metanastios
|Beta Code=metana/stios
|Beta Code=metana/stios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wandering</b>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.110</span>; Νύμφαι <span class="title">AP</span>9.814.</span>
|Definition=μετανάστιον, [[wandering]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.110; Νύμφαι ''AP''9.814.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] den [[μετανάστης]] betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] den [[μετανάστης]] betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετανάστης]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετανάστιος:''' [[выселившийся]], [[переселившийся]] (Νύμφαι Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''μετανάστιος''': -ον, πλανώμενος, [[πλάνης]], Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετανάστιος]], -ον (Α) [[μετανάστης]]<br />αυτός που περιπλανιέται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], περιπλανώμενος, [[πλάνης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετανάστιος:''' -ον, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετανάστιος]], ον [from [[μετανάστης]]<br />[[wandering]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανάστιος Medium diacritics: μετανάστιος Low diacritics: μετανάστιος Capitals: ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΟΣ
Transliteration A: metanástios Transliteration B: metanastios Transliteration C: metanastios Beta Code: metana/stios

English (LSJ)

μετανάστιον, wandering, Nonn. D. 1.110; Νύμφαι AP9.814.

German (Pape)

[Seite 151] den μετανάστης betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μετανάστης.
Étymologie: μετανάστης.

Russian (Dvoretsky)

μετανάστιος: выселившийся, переселившийся (Νύμφαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μετανάστιος: -ον, πλανώμενος, πλάνης, Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.

Greek Monolingual

μετανάστιος, -ον (Α) μετανάστης
αυτός που περιπλανιέται από ένα μέρος σε άλλο, περιπλανώμενος, πλάνης.

Greek Monotonic

μετανάστιος: -ον, περιπλανώμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μετανάστιος, ον [from μετανάστης
wandering, Anth.