στερροσώματος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sterrosomatos | |Transliteration C=sterrosomatos | ||
|Beta Code=sterrosw/matos | |Beta Code=sterrosw/matos | ||
|Definition= | |Definition=στερροσώματον, [[with strong body]] or [[frame]], Xenarch.1.10 (Lob. for [[στερνοσώματος]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
στερροσώματον, with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).
Greek (Liddell-Scott)
στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλοσώματος].
German (Pape)
von hartem, festem Leibe, Conj. für στερνοσώματος.