πατητής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=patitis
|Transliteration C=patitis
|Beta Code=pathth/s
|Beta Code=pathth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who treads</b> grapes, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 1340</span> (i A.D.), Hsch.</span>
|Definition=πατητοῦ, ὁ, [[one who treads]] grapes, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 1340 (i A.D.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[τραπητής]].
|lstext='''πᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[τραπητής]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[πατώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που πατάει τα σταφύλια στο [[πατητήρι]] για να βγει το [[γλεύκος]], ο [[μούστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συσκευάζει με [[συμπίεση]] ξηρούς καρπούς, [[βαμβάκι]], άχυρα κ.ά.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατητής Medium diacritics: πατητής Low diacritics: πατητής Capitals: ΠΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: patētḗs Transliteration B: patētēs Transliteration C: patitis Beta Code: pathth/s

English (LSJ)

πατητοῦ, ὁ, one who treads grapes, POxy. 1340 (i A.D.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, der Trauben, Oliven oder andere Früchte Zertretende, Kelternde, Hesych. erkl. τραπηταί.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε τραπητής.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πατώ
1. αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι για να βγει το γλεύκος, ο μούστος
2. αυτός που συσκευάζει με συμπίεση ξηρούς καρπούς, βαμβάκι, άχυρα κ.ά.