τεμαχίτης: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=temachitis
|Transliteration C=temachitis
|Beta Code=temaxi/ths
|Beta Code=temaxi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sliced and salted]], ἰχθῦς <span class="bibl">Eub.9</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.5</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>388.24</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[sliced and salted]], ἰχθῦς Eub.9, Alciphr.3.5, cf. ''PFlor.''388.24 (ii A.D.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέμαχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέμαχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[σεληνίτης]])].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, [[ἰχθύς]], <i>ein großer [[Meerfisch]], der [[zerschnitten]] und [[eingesalzen]] wird; Schol. Ar. Eq</i>. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεμᾰχίτης Medium diacritics: τεμαχίτης Low diacritics: τεμαχίτης Capitals: ΤΕΜΑΧΙΤΗΣ
Transliteration A: temachítēs Transliteration B: temachitēs Transliteration C: temachitis Beta Code: temaxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, sliced and salted, ἰχθῦς Eub.9, Alciphr.3.5, cf. PFlor.388.24 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

τεμᾰχίτης: -ου, ὁ, ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, οὓς δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια πρὸς ταριχείαν, ἐκ ζεόντων λοπαδίων... τεμαχίτας Εὔβουλος ἐν «Ἀνασωζομένοις» 1. 4, Ἀλκίφρων 3. 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σεληνίτης)].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, ἰχθύς, ein großer Meerfisch, der zerschnitten und eingesalzen wird; Schol. Ar. Eq. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5.