ἰσχυριείω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischyrieio
|Transliteration C=ischyrieio
|Beta Code=i)sxuriei/w
|Beta Code=i)sxuriei/w
|Definition=Desiderat. from sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">venture to affirm</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>1</span>, cf. Gal.18(1).309.</span>
|Definition=Desiderat. from [[ἰσχυρίζομαι]], [[venture to affirm]], Hp. ''Art.'' 1, cf. Gal. 18(1).309.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡριείω''': ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.
|lstext='''ἰσχῡριείω''': ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυριείω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] να ισχυριστώ [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εφετικό ρ. του τ. [[ἰσχυρίζομαι]]: <i>ἰσχυρι</i>-<i>είω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχυριοῦμαι</i>, μέλλ. του [[ἰσχυρίζομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡριείω Medium diacritics: ἰσχυριείω Low diacritics: ισχυριείω Capitals: ΙΣΧΥΡΙΕΙΩ
Transliteration A: ischyrieíō Transliteration B: ischyrieiō Transliteration C: ischyrieio Beta Code: i)sxuriei/w

English (LSJ)

Desiderat. from ἰσχυρίζομαι, venture to affirm, Hp. Art. 1, cf. Gal. 18(1).309.

German (Pape)

[Seite 1273] desiderat. zu ἰσχυρίζομαι, Luft haben zu behaupten, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡριείω: ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.

Greek Monolingual

ἰσχυριείω (Α)
επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. του τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι-είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. του ἰσχυρίζομαι].