δεδιότως: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dediotos
|Transliteration C=dediotos
|Beta Code=dedio/tws
|Beta Code=dedio/tws
|Definition=Adv. of part. pf. [[δεδιώς]], [[in fear]], <span class="bibl">D.C.42.17</span>, <span class="bibl">Vett.Val. 238.32</span>, prob. in <span class="bibl">D.H.11.47</span>.&lt;
|Definition=Adv. of part. pf. [[δεδιώς]], [[in fear]], D.C.42.17, Vett.Val. 238.32, prob. in D.H.11.47.<
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre part. perf. act. de [[δείδω]] [[medrosamente]] βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεδιότως''': ἐπίρρ. τῆς μετοχ. τοῦ πρκμ. δεδιώς, ἐμφόβως, μετὰ φόβου,Διον.Ἁλ. 11.47.
|lstext='''δεδιότως''': ἐπίρρ. τῆς μετοχ. τοῦ πρκμ. δεδιώς, ἐμφόβως, μετὰ φόβου,Διον.Ἁλ. 11.47.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre part. perf. act. de [[δείδω]] [[medrosamente]] βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεδιότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με φόβο, φοβισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>δεδιώς</i> του παρακμ. [[δέδια]] του [[δείδω]] ([[πρβλ]]. [[δεδοικότως]])].
|mltxt=[[δεδιότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με φόβο, φοβισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>δεδιώς</i> του παρακμ. [[δέδια]] του [[δείδω]] ([[πρβλ]]. [[δεδοικότως]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδιότως Medium diacritics: δεδιότως Low diacritics: δεδιότως Capitals: ΔΕΔΙΟΤΩΣ
Transliteration A: dediótōs Transliteration B: dediotōs Transliteration C: dediotos Beta Code: dedio/tws

English (LSJ)

Adv. of part. pf. δεδιώς, in fear, D.C.42.17, Vett.Val. 238.32, prob. in D.H.11.47.<

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.

German (Pape)

[Seite 534] furchtsam, Dion. Hal. 11, 47; D. C. 42, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δεδιότως: ἐπίρρ. τῆς μετοχ. τοῦ πρκμ. δεδιώς, ἐμφόβως, μετὰ φόβου,Διον.Ἁλ. 11.47.

Greek Monolingual

δεδιότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδιώς του παρακμ. δέδια του δείδω (πρβλ. δεδοικότως)].