ἐμπροσθότονος: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emprosthotonos | |Transliteration C=emprosthotonos | ||
|Beta Code=e)mprosqo/tonos | |Beta Code=e)mprosqo/tonos | ||
|Definition= | |Definition=ἐμπροσθότονον, [[drawn forwards and stiffened]], opp. [[ὀπισθότονος]], Aret.''SA''1.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ medic. [[emprostótonos]], [[espasmo tetánico hacia delante]], [[procurvación tetánica]] ὅταν ... εἰς τὸ πρόσω τείνηται τὰ μόρια τοῦ σώματος, ἐ. Gal.7.641, cf. 8.173, Cael.Aur.<i>CP</i> 3.65, Paul.Aeg.3.20.1, Steph.<i>in Hp.Aph</i>.2.350.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπροσθότονος''': -ον, ἐπὶ τετάνου, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἔχων τὴν ἀνάκλισιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀπισθότονος]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. Foes Oec. Ἱππ. | |lstext='''ἐμπροσθότονος''': -ον, ἐπὶ τετάνου, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἔχων τὴν ἀνάκλισιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀπισθότονος]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. Foes Oec. Ἱππ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἐμπροσθότονος]], -ον)<br />αυτός που πάσχει από [[εμπροσθοτονία]], που έχει [[ανάκλιση]] και καμπύλωση του σώματος [[προς]] τα [[εμπρός]] («[[εμπροσθότονος]] [[καμπύλη]]» — [[σύσπαση]] τών καμπτήρων [[μυών]] του κορμού, στην οποία το [[σώμα]] κάμπτεται [[προς]] τα [[εμπρός]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμπροσθότονον, drawn forwards and stiffened, opp. ὀπισθότονος, Aret.SA1.6.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. emprostótonos, espasmo tetánico hacia delante, procurvación tetánica ὅταν ... εἰς τὸ πρόσω τείνηται τὰ μόρια τοῦ σώματος, ἐ. Gal.7.641, cf. 8.173, Cael.Aur.CP 3.65, Paul.Aeg.3.20.1, Steph.in Hp.Aph.2.350.2.
German (Pape)
[Seite 818] nach vorn gespannt, bes. von der krampfhaften Spannung des Nackens nach vorn, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπροσθότονος: -ον, ἐπὶ τετάνου, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἔχων τὴν ἀνάκλισιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀπισθότονος, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. Foes Oec. Ἱππ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἐμπροσθότονος, -ον)
αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία, που έχει ανάκλιση και καμπύλωση του σώματος προς τα εμπρός («εμπροσθότονος καμπύλη» — σύσπαση τών καμπτήρων μυών του κορμού, στην οποία το σώμα κάμπτεται προς τα εμπρός).