ἀπελάτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apelatis | |Transliteration C=apelatis | ||
|Beta Code=a)pela/ths | |Beta Code=a)pela/ths | ||
|Definition=[λᾰ], ου, δ, | |Definition=[λᾰ], ου, δ, [[driver away]], [[cattle-lifter]], Ptol.''Tetr.''180, Just. ''Nov.''22.15.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[cuatrero]], [[bandido]] Ptol.<i>Tetr</i>.4.4.7, Iust.<i>Nou</i>.22.15. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπελάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «[[ἀπελάτης]] [[κυρίως]] λέγεται [[ὅστις]] θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου. | |lstext='''ἀπελάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «[[ἀπελάτης]] [[κυρίως]] λέγεται [[ὅστις]] θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης. | |mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Wegtreiber]], Vetera Lexica</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
[λᾰ], ου, δ, driver away, cattle-lifter, Ptol.Tetr.180, Just. Nov.22.15.1.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cuatrero, bandido Ptol.Tetr.4.4.7, Iust.Nou.22.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελάτης: -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «ἀπελάτης κυρίως λέγεται ὅστις θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.
Greek Monolingual
ο (AM ἀπελάτης) απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
1. πολεμιστής στα σύνορα του βυζαντινού κράτους
2. γενναίος πολεμιστής, αγωνιστής
αρχ.-μσν.
ζωοκλέφτης.
German (Pape)
ὁ, der Wegtreiber, Vetera Lexica.