ὀμφακόμελι: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omfakomeli | |Transliteration C=omfakomeli | ||
|Beta Code=o)mfako/meli | |Beta Code=o)mfako/meli | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[drink of sour grapes and honey]], Diocl.Fr.69, Dsc.5.23, Philagr. ap. Orib.5.19.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφᾰκόμελῐ''': τό, [[ποτὸν]] ἐκ τοῦ χυμοῦ ὀμφάκων [[μήπω]] περκαζουσῶν καὶ χυμοῦ μέλιτος, ἔχον δύναμιν σταλτικὴν καὶ ψυκτικήν, Διοσκ. 5. 31. | |lstext='''ὀμφᾰκόμελῐ''': τό, [[ποτὸν]] ἐκ τοῦ χυμοῦ ὀμφάκων [[μήπω]] περκαζουσῶν καὶ χυμοῦ μέλιτος, ἔχον δύναμιν σταλτικὴν καὶ ψυκτικήν, Διοσκ. 5. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀμφακόμελι]], -έλιτος, τὸ (Α)<br />[[ποτό]] που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και [[μέλι]] και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμφαξ]], -<i>ακος</i> «άγουρο [[σταφύλι]]» <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] (<b>πρβλ.</b> [[κυδωνόμελι]], [[μηλόμελι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, drink of sour grapes and honey, Diocl.Fr.69, Dsc.5.23, Philagr. ap. Orib.5.19.4.
German (Pape)
[Seite 343] ιτος, τό, ein Trank aus herben Trauben u. Honig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰκόμελῐ: τό, ποτὸν ἐκ τοῦ χυμοῦ ὀμφάκων μήπω περκαζουσῶν καὶ χυμοῦ μέλιτος, ἔχον δύναμιν σταλτικὴν καὶ ψυκτικήν, Διοσκ. 5. 31.
Greek Monolingual
ὀμφακόμελι, -έλιτος, τὸ (Α)
ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και μέλι και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + μέλι (πρβλ. κυδωνόμελι, μηλόμελι)].