ἐπιδιαρρήγνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epidiarrignymai
|Transliteration C=epidiarrignymai
|Beta Code=e)pidiarrh/gnumai
|Beta Code=e)pidiarrh/gnumai
|Definition=aor. <b class="b3">-διερράγην [ᾰ]</b>, Pass., [[burst at]] or [[because]] [[of]] a thing, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>701</span>.
|Definition=aor. -διερράγην [ᾰ], Pass., [[burst at]] or [[because]] of a thing, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''701.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαρρήγνῠμαι Medium diacritics: ἐπιδιαρρήγνυμαι Low diacritics: επιδιαρρήγνυμαι Capitals: ΕΠΙΔΙΑΡΡΗΓΝΥΜΑΙ
Transliteration A: epidiarrḗgnymai Transliteration B: epidiarrēgnymai Transliteration C: epidiarrignymai Beta Code: e)pidiarrh/gnumai

English (LSJ)

aor. -διερράγην [ᾰ], Pass., burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.

Greek Monolingual

ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.

Middle Liddell

aor2 -διερράγην
Pass. to burst at or because of a thing, Ar.