πρόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prochronos
|Transliteration C=prochronos
|Beta Code=pro/xronos
|Beta Code=pro/xronos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anticipatory</b>, <b class="b3">πράγματα μετάχρονα ἢ π</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>80</span>.</span>
|Definition=πρόχρονον, [[anticipatory]], <b class="b3">πράγματα μετάχρονα ἢ π.</b> Luc.''Salt.''80.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[antérieur]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χρόνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόχρονος -ον &#91;[[πρό]], [[χρόνος]]] [[voortijdig]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόχρονος:''' [[прошлый]], [[прежний]] (πράγματα Luc.).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπήρχε [[προτού]] υπάρξει [[χρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> [[σύγχρονος]], [[υπέρ]]-<i>χρονος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόχρονος:''' -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόχρονος''': -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
|lstext='''πρόχρονος''': -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ος, ον :<br />antérieur.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χρόνος]].
|mdlsjtxt=πρό-χρονος, ον,<br />of [[former]] [[time]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόχρονος Medium diacritics: πρόχρονος Low diacritics: πρόχρονος Capitals: ΠΡΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: próchronos Transliteration B: prochronos Transliteration C: prochronos Beta Code: pro/xronos

English (LSJ)

πρόχρονον, anticipatory, πράγματα μετάχρονα ἢ π. Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 800] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
antérieur.
Étymologie: πρό, χρόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig.

Russian (Dvoretsky)

πρόχρονος: прошлый, прежний (πράγματα Luc.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπήρχε προτού υπάρξει χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρόνος (πρβλ. σύγχρονος, υπέρ-χρονος)].

Greek Monotonic

πρόχρονος: -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχρονος: -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

Middle Liddell

πρό-χρονος, ον,
of former time, Luc.