τετράπτυχος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetraptychos | |Transliteration C=tetraptychos | ||
|Beta Code=tetra/ptuxos | |Beta Code=tetra/ptuxos | ||
|Definition= | |Definition=τετράπτυχον, [[fourfold]], Hp.''Off.''12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράπτυχον, fourfold, Hp.Off.12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793.
German (Pape)
[Seite 1099] vierfältig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτῠχος: -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους ἔνθα: «σάκος τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον».
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράπτυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρίπτυχος].