λοξοτρόχις: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loksotrochis | |Transliteration C=loksotrochis | ||
|Beta Code=locotro/xis | |Beta Code=locotro/xis | ||
|Definition=ιδος, ἡ, | |Definition=ιδος, ἡ, [[oblique-running]], of Lycophron's Cassandra, ''AP''9.191; cf. [[λοξός]] 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />à la course tortueuse, <i>càd</i> aux paroles équivoques <i>ou</i> obscures.<br />'''Étymologie:''' [[λοξός]], [[τρέχω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ιδος, [[ἄγγελος]], <i>krummlaufender Bote, Ep.adesp</i>. 564 (IX.191), von Lykophrons [[dunkler]], ihre [[Botschaft]] in geschraubten Umschweifen vorbringender [[Kassandra]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοξοτρόχις:''' ῐδος adj. идущий кривыми путями, т. е. вещающий туманно и неясно ([[ἄγγελος]], ''[[sc.]]'' [[Κασσάνδρα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξοτρόχις''': -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. [[Λοξίας]]. | |lstext='''λοξοτρόχις''': -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. [[Λοξίας]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοξοτρόχις:''' ἡ ([[τρέχω]]), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την [[ηρωίδα]] [[Κασσάνδρα]] του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ. | |lsmtext='''λοξοτρόχις:''' ἡ ([[τρέχω]]), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την [[ηρωίδα]] [[Κασσάνδρα]] του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λοξο-[[τρόχις]], ιος [[τρέχω]]<br />[[oblique]]-[[running]], Anth. | |mdlsjtxt=λοξο-[[τρόχις]], ιος [[τρέχω]]<br />[[oblique]]-[[running]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ιδος, ἡ, oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP9.191; cf. λοξός 3.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
à la course tortueuse, càd aux paroles équivoques ou obscures.
Étymologie: λοξός, τρέχω.
German (Pape)
ιδος, ἄγγελος, krummlaufender Bote, Ep.adesp. 564 (IX.191), von Lykophrons dunkler, ihre Botschaft in geschraubten Umschweifen vorbringender Kassandra.
Russian (Dvoretsky)
λοξοτρόχις: ῐδος adj. идущий кривыми путями, т. е. вещающий туманно и неясно (ἄγγελος, sc. Κασσάνδρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λοξοτρόχις: -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. Λοξίας.
Greek Monolingual
λοξοτρόχις, -ιδος, ἡ (Α)
(για το ποίημα Κασσάνδρα του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»].
Greek Monotonic
λοξοτρόχις: ἡ (τρέχω), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την ηρωίδα Κασσάνδρα του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ.