ὀνείρειος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(29) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oneireios | |Transliteration C=oneireios | ||
|Beta Code=o)nei/reios | |Beta Code=o)nei/reios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[of dreams]], ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui concerne les songes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]]. | |btext=α, ον :<br />[[qui concerne les songes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνείρειος]], -εία, -ον (Α) [[όνειρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο. | |mltxt=[[ὀνείρειος]], -εία, -ον (Α) [[όνειρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνείρειος:''' -α, -ον ([[ὄνειρος]]), [[ονειρικός]], αυτός που ανήκει στη [[σφαίρα]] του ονείρου, <i>ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι</i>, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνείρειος:''' [[ведущий в царство или из царства сновидений]] (πύλαι Hom.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀνείρειος]], η, ον [[ὄνειρος]]<br />dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.
German (Pape)
[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.
English (Autenrieth)
ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.
Greek Monolingual
ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
Greek Monotonic
ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνείρειος: ведущий в царство или из царства сновидений (πύλαι Hom.).
Middle Liddell
ὀνείρειος, η, ον ὄνειρος
dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.