ὀνείρειος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oneireios
|Transliteration C=oneireios
|Beta Code=o)nei/reios
|Beta Code=o)nei/reios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of dreams</b>, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν <span class="bibl">Od.4.809</span> ; ἐν πύλαις ὀνειρείαις <span class="bibl">Babr.30.8</span>.</span>
|Definition=α, ον, [[of dreams]], ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les songes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]].
|btext=α, ον :<br />[[qui concerne les songes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.
|auten=ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνείρειος]], -εία, -ον (Α) [[όνειρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνείρειος:''' -α, -ον ([[ὄνειρος]]), [[ονειρικός]], αυτός που ανήκει στη [[σφαίρα]] του ονείρου, <i>ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι</i>, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνείρειος:''' [[ведущий в царство или из царства сновидений]] (πύλαι Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀνείρειος]], η, ον [[ὄνειρος]]<br />dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείρειος Medium diacritics: ὀνείρειος Low diacritics: ονείρειος Capitals: ΟΝΕΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: oneíreios Transliteration B: oneireios Transliteration C: oneireios Beta Code: o)nei/reios

English (LSJ)

α, ον, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.

German (Pape)

[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.

English (Autenrieth)

ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.

Greek Monolingual

ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.

Greek Monotonic

ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείρειος: ведущий в царство или из царства сновидений (πύλαι Hom.).

Middle Liddell

ὀνείρειος, η, ον ὄνειρος
dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.