ναρθηκία: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=narthikia | |Transliteration C=narthikia | ||
|Beta Code=narqhki/a | |Beta Code=narqhki/a | ||
|Definition=ἡ, a plant allied to | |Definition=ἡ, a plant allied to [[νάρθηξ]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.1.4, 6.2.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, a plant allied to νάρθηξ, Thphr. HP 6.1.4, 6.2.7.
German (Pape)
[Seite 229] ἡ, eine niedrige Art der Pflanze νάρθηξ, ferulago, Plin. 13, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ναρθηκία: ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν εἶδος νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ναρθηκία) νάρθηξ
είδος φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για ακινητοποίηση μελών που υπέστησαν θλάση.