ναρθηκία: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=narthikia
|Transliteration C=narthikia
|Beta Code=narqhki/a
|Beta Code=narqhki/a
|Definition=ἡ, a plant allied to <b class="b3">νάρθηξ</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.1.4</span>, <span class="bibl">6.2.7</span>.
|Definition=ἡ, a plant allied to [[νάρθηξ]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.1.4, 6.2.7.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] ἡ, eine niedrige Art der Pflanze [[νάρθηξ]], ferulago, Plin. 13, 22.
}}
{{ls
|lstext='''ναρθηκία''': ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν [[εἶδος]] νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ναρθηκία]]) [[νάρθηξ]]<br />[[είδος]] φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για [[ακινητοποίηση]] μελών που υπέστησαν [[θλάση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρθηκία Medium diacritics: ναρθηκία Low diacritics: ναρθηκία Capitals: ΝΑΡΘΗΚΙΑ
Transliteration A: narthēkía Transliteration B: narthēkia Transliteration C: narthikia Beta Code: narqhki/a

English (LSJ)

ἡ, a plant allied to νάρθηξ, Thphr. HP 6.1.4, 6.2.7.

German (Pape)

[Seite 229] ἡ, eine niedrige Art der Pflanze νάρθηξ, ferulago, Plin. 13, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ναρθηκία: ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν εἶδος νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ναρθηκία) νάρθηξ
είδος φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για ακινητοποίηση μελών που υπέστησαν θλάση.