δυσαπόδοτος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysapodotos | |Transliteration C=dysapodotos | ||
|Beta Code=dusapo/dotos | |Beta Code=dusapo/dotos | ||
|Definition=ον | |Definition=δυσαπόδοτον, [[hard to render]] or [[define]], S.E.''M.''7.242, Bacch.''Harm.''95. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de definir o explicar]] ἡ φαντασία S.E.<i>M</i>.7.242, cf. Bacch.<i>Harm</i>.95<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ δ. [[cuestiones difíciles de explicar]], Didym. en <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.43b.8. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαπόδοτος:''' [[трудно выразимый]], [[трудно определимый]] Sext. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσαπόδοτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδοτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται<br /><b>2.</b> (για καλή [[πράξη]]) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσαπόδοτον, hard to render or define, S.E.M.7.242, Bacch.Harm.95.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de definir o explicar ἡ φαντασία S.E.M.7.242, cf. Bacch.Harm.95
•subst. τὰ δ. cuestiones difíciles de explicar, Didym. en Cat.Ps.118 Pal.43b.8.
German (Pape)
[Seite 676] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπόδοτος: трудно выразимый, трудно определимый Sext.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόδοτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαπόδοτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)
νεοελλ.
1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται
2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.