μιξοπάρθενος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miksoparthenos | |Transliteration C=miksoparthenos | ||
|Beta Code=micopa/rqenos | |Beta Code=micopa/rqenos | ||
|Definition= | |Definition=μιξοπάρθενον, [[half-maiden]], of Echidna, Hdt.4.9; of the Sphinx, E.''Ph.''1023. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
μιξοπάρθενον, half-maiden, of Echidna, Hdt.4.9; of the Sphinx, E.Ph.1023.
German (Pape)
[Seite 189] halb Jungfrau, mit Jungfrauengestalt gemischt; von der Sphinx, Eur. Phoen. 1030; Her. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est à moitié une jeune fille.
Étymologie: μίγνυμι, παρθένος.
Russian (Dvoretsky)
μιξοπάρθενος: наполовину похожая на деву (ἔχιδνα Her.; Σφίγξ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μιξοπάρθενος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἐχίδνης, Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1023.
Greek Monolingual
και μειξοπάρθενος, -η, -ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη
η μιξοπαρθένα
αρχ.
(για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + παρθένος (πρβλ. ψευδοπάρθενος)].
Greek Monotonic
μιξοπάρθενος: -ον, σχεδόν παρθένα, σε Ηρόδ., Ευρ.