ναυσίποδες: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nafsipodes
|Transliteration C=nafsipodes
|Beta Code=nausi/podes
|Beta Code=nausi/podes
|Definition=οἱ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ship-footed</b>, of islanders, Hsch., <span class="bibl">Eust.1515.27</span>.</span>
|Definition=οἱ, [[ship-footed]], of islanders, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Eust.1515.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυσίποδες''': [ῐ], οἱ, «οἱ νησιῶται παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὡς ναυσὶ χρώμενοι πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης ὁδεύειν, ὅσα καὶ ποσὶ» Εὐστ. 1515. 27, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[ναύποδες]], Φώτ.
|lstext='''ναυσίποδες''': [ῐ], οἱ, «οἱ νησιῶται παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὡς ναυσὶ χρώμενοι πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης ὁδεύειν, ὅσα καὶ ποσὶ» Εὐστ. 1515. 27, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[ναύποδες]], Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ναυσίποδες]], οἱ (ΑΜ)<br />οι νησιώτες, [[επειδή]] ταξιδεύουν με πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσίποδες Medium diacritics: ναυσίποδες Low diacritics: ναυσίποδες Capitals: ΝΑΥΣΙΠΟΔΕΣ
Transliteration A: nausípodes Transliteration B: nausipodes Transliteration C: nafsipodes Beta Code: nausi/podes

English (LSJ)

οἱ, ship-footed, of islanders, Hsch., Eust.1515.27.

German (Pape)

[Seite 232] οἱ, die Schiffsfüßigen, Inselbewohner, die ihre Reise zu Schiffe machen, Eust., auch ναύποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίποδες: [ῐ], οἱ, «οἱ νησιῶται παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὡς ναυσὶ χρώμενοι πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης ὁδεύειν, ὅσα καὶ ποσὶ» Εὐστ. 1515. 27, Ἡσύχ.· ὡσαύτως ναύποδες, Φώτ.

Greek Monolingual

ναυσίποδες, οἱ (ΑΜ)
οι νησιώτες, επειδή ταξιδεύουν με πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πούς, ποδός].