στρίφνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strifnos
|Transliteration C=strifnos
|Beta Code=stri/fnos
|Beta Code=stri/fnos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tough</b> or <b class="b2">gristly meat</b>, σ. ἀμάσητος ἀκατάποτος <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span> 20.18</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[tough meat]] or [[gristly meat]], σ. ἀμάσητος ἀκατάποτος [[LXX]] ''Jb.'' 20.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρίφνος''': ὁ, σὰρξ τραχεῖα, [[ἰνώδης]] καὶ τενοντώδης, Ἑβδ. (Ἰὼβ Κ´, 18). - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «τὸ νευρῶδες [[κρέας]] τῶν βοῶν. ἔστι δὲ καὶ [[βοτάνη]] [[ἄβρωτος]]».
|lstext='''στρίφνος''': ὁ, σὰρξ τραχεῖα, [[ἰνώδης]] καὶ τενοντώδης, Ἑβδ. (Ἰὼβ Κ´, 18). - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «τὸ νευρῶδες [[κρέας]] τῶν βοῶν. ἔστι δὲ καὶ [[βοτάνη]] [[ἄβρωτος]]».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[στριφνός]]<br /><b>1.</b> τραχιά και [[ινώδης]] [[σάρκα]] με σκληρούς τένοντες<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τὸ νευρῶδες [[κρέας]] τῶν βοῶν<br />ἔστι δὲ καὶ [[βοτάνη]] [[ἄβρωτος]]».
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρίφνος Medium diacritics: στρίφνος Low diacritics: στρίφνος Capitals: ΣΤΡΙΦΝΟΣ
Transliteration A: stríphnos Transliteration B: striphnos Transliteration C: strifnos Beta Code: stri/fnos

English (LSJ)

ὁ, tough meat or gristly meat, σ. ἀμάσητος ἀκατάποτος LXX Jb. 20.18.

German (Pape)

[Seite 954] ὁ, hartes, sehniges Fleisch, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στρίφνος: ὁ, σὰρξ τραχεῖα, ἰνώδης καὶ τενοντώδης, Ἑβδ. (Ἰὼβ Κ´, 18). - Κατὰ Σουΐδ. «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν. ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».

Greek Monolingual

ὁ, Α στριφνός
1. τραχιά και ινώδης σάρκα με σκληρούς τένοντες
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν
ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».