ἑρμηνευτής: Difference between revisions
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ermineftis | |Transliteration C=ermineftis | ||
|Beta Code=e(rmhneuth/s | |Beta Code=e(rmhneuth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑρμηνευτοῦ, ὁ, = [[ἑρμηνεύς]], Pl. ''Plt.''290c, [[LXX]] ''Ge.''42.23, Poll.5.154. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] ὁ, = [[ἑρμηνεύς]], Plat. Polit. 290 c, von den Priestern u. Sehern, ἑρμ. παρὰ θεῶν ἀνθρώποις. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] ὁ, = [[ἑρμηνεύς]], Plat. Polit. 290 c, von den Priestern u. Sehern, ἑρμ. παρὰ θεῶν ἀνθρώποις. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑρμηνευτής:''' οῦ ὁ Plat. = [[ἑρμηνεύς]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρμηνευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ἑρμηνεύς]], Πλάτ. Πολιτικ. 290C, [[ | |lstext='''ἑρμηνευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ἑρμηνεύς]], Πλάτ. Πολιτικ. 290C, Πολυδ. Ε΄, 154. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο. θηλ. -εύτρια (AM [[ἑρμηνευτής]], θηλ. [[ἑρμηνεύτρια]]) [[ερμηνεύω]]<br />[[εξηγητής]], [[μεταφραστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές [[κείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερμηνεύς]]. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':diermhneut»j 笛-誒而姆扭帖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':通過-解釋(者)<br />'''字義溯源''':講解者,通譯員,繙譯;源自([[διερμηνεύω]])=徹底的講解);由([[διά]])*=通過)與([[ἑρμηνεύω]])=解釋)組成;其中 ([[ἑρμηνεύω]])出自([[Ἑρμῆς]])*=希耳米,希臘諸神使者之名)<br />'''出現次數''':總共(1);林前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 繙譯者(1) 林前14:28 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑρμηνευτοῦ, ὁ, = ἑρμηνεύς, Pl. Plt.290c, LXX Ge.42.23, Poll.5.154.
German (Pape)
[Seite 1032] ὁ, = ἑρμηνεύς, Plat. Polit. 290 c, von den Priestern u. Sehern, ἑρμ. παρὰ θεῶν ἀνθρώποις.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμηνευτής: οῦ ὁ Plat. = ἑρμηνεύς 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμηνευτής: -οῦ, ὁ, = ἑρμηνεύς, Πλάτ. Πολιτικ. 290C, Πολυδ. Ε΄, 154.
Greek Monolingual
ο. θηλ. -εύτρια (AM ἑρμηνευτής, θηλ. ἑρμηνεύτρια) ερμηνεύω
εξηγητής, μεταφραστής
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές του Ομήρου»)
2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με οποιοδήποτε σκοτεινό και ασαφές κείμενο
αρχ.
ο ερμηνεύς.
Chinese
原文音譯:diermhneut»j 笛-誒而姆扭帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:通過-解釋(者)
字義溯源:講解者,通譯員,繙譯;源自(διερμηνεύω)=徹底的講解);由(διά)*=通過)與(ἑρμηνεύω)=解釋)組成;其中 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 繙譯者(1) 林前14:28