ερμηνεύς

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359

Greek Monolingual

ἑρμηνεύς, ὁ (AM)
1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές
2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος
3. ο μεσάζων, ο προξενητής
4. ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ. -ευς (πρβλ. γραφεύς). Πιθ. δάνειο από Μ. Ασία. Κατ’ άλλη άποψη εικάζεται συγγένεια με τα αρχ. ελλ. είρω «αραδιάζω», είρω «λέγω» και το λατ. sermō «λόγος, ομιλία».
ΠΑΡ. ερμηνεύω].