συγκαλυπτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkalyptos
|Transliteration C=sygkalyptos
|Beta Code=sugkalupto/s
|Beta Code=sugkalupto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wrapped up</b>, <b class="b3">κνίσῃ κῶλα σ</b>. ib.<span class="bibl">496</span>.</span>
|Definition=συγκαλυπτή, συγκαλυπτόν, [[wrapped up]], <b class="b3">κνίσῃ κῶλα σ.</b> ib.496.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0964.png Seite 964]] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] [[helemaal bedekt of omhuld]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκᾰλυπτός:''' [adj. verb. к [[συγκαλύπτω]] окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{ls
|lstext='''συγκᾰλυπτός''': -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συγκᾰλυπτός, ή, όν<br />wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰλυπτός Medium diacritics: συγκαλυπτός Low diacritics: συγκαλυπτός Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: synkalyptós Transliteration B: synkalyptos Transliteration C: sygkalyptos Beta Code: sugkalupto/s

English (LSJ)

συγκαλυπτή, συγκαλυπτόν, wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.

German (Pape)

[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.

Russian (Dvoretsky)

συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.

Greek Monotonic

συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.

Middle Liddell

συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]