ταὐτώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taftonymos | |Transliteration C=taftonymos | ||
|Beta Code=tau)tw/numos | |Beta Code=tau)tw/numos | ||
|Definition= | |Definition=ταὐτώνυμον, ([[ὄνομα]]) [[of the same name]], Speus. ap. Simp. ''in Cat.'' 38.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ταὐτώνυμον, (ὄνομα) of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.
German (Pape)
[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτώνυμος, -ον, ΝΜΑ
1. ομώνυμος
2. συνώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ομ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].