πτωχοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptochotrofos | |Transliteration C=ptochotrofos | ||
|Beta Code=ptwxotro/fos | |Beta Code=ptwxotro/fos | ||
|Definition=(parox.), ον, | |Definition=(parox.), ον, [[supporting the poor]], Cod.Just.1.3.41.13, Just.''Nov.''120.6.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτωχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων πτωχούς· [[ὅθεν]] πτωχοτροφέω, [[τρέφω]] πτωχούς· καὶ πτωχοτροφία, ἡ, τὸ τρέφειν πτωχούς, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιστ. 8, ὁ αὐτ. τ. 2, σ. 19, 1, σ. 257. | |lstext='''πτωχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων πτωχούς· [[ὅθεν]] πτωχοτροφέω, [[τρέφω]] πτωχούς· καὶ πτωχοτροφία, ἡ, τὸ τρέφειν πτωχούς, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιστ. 8, ὁ αὐτ. τ. 2, σ. 19, 1, σ. 257. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που περιθάλπει φτωχούς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[διαχειριστής]] της περιουσίας πτωχοτροφείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[κτηνοτρόφος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox.), ον, supporting the poor, Cod.Just.1.3.41.13, Just.Nov.120.6.2.
German (Pape)
[Seite 813] Bettler, Arme nährend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτωχούς· ὅθεν πτωχοτροφέω, τρέφω πτωχούς· καὶ πτωχοτροφία, ἡ, τὸ τρέφειν πτωχούς, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιστ. 8, ὁ αὐτ. τ. 2, σ. 19, 1, σ. 257.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που περιθάλπει φτωχούς
2. το αρσ. ως ουσ. ο διαχειριστής της περιουσίας πτωχοτροφείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].