δίχορδος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dichordos | |Transliteration C=dichordos | ||
|Beta Code=di/xordos | |Beta Code=di/xordos | ||
|Definition=[ῐ], ον, < | |Definition=[ῐ], ον, [[two-stringed]], πηκτίς Sopat.11:—Subst. [[δίχορδον]], τό, Euphro 1.34. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />mús. [[de dos cuerdas]] πηκτίς Sopat.11<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. subst. τὸ δ. [[instrumento de dos cuerdas]] πρὸς τὸ δ. ἐτερέτιζες Euphro 1.34, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.16.75. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίχορδος''': -ον, δύο χορδὰς ἔχων, πηκτὶς Ἀθήν. 183Β· ― δίχορδον, τό, Εὔφρων Ἀδελφ. 1. 34. | |lstext='''δίχορδος''': -ον, δύο χορδὰς ἔχων, πηκτὶς Ἀθήν. 183Β· ― δίχορδον, τό, Εὔφρων Ἀδελφ. 1. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχορδος]], -ον)<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δύο χορδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχορδον</i><br />[[είδος]] μουσικού οργάνου. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίχορδος]], -ον)<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δύο χορδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχορδον</i><br />[[είδος]] μουσικού οργάνου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, two-stringed, πηκτίς Sopat.11:—Subst. δίχορδον, τό, Euphro 1.34.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
mús. de dos cuerdas πηκτίς Sopat.11
•neutr. sg. subst. τὸ δ. instrumento de dos cuerdas πρὸς τὸ δ. ἐτερέτιζες Euphro 1.34, cf. Clem.Al.Strom.1.16.75.
German (Pape)
[Seite 647] mit zwei Saiten, Ath. IV, 183 b; τὸ δίχορδον, der Dichord, Euphron. Ath VII, 380 b.
Greek (Liddell-Scott)
δίχορδος: -ον, δύο χορδὰς ἔχων, πηκτὶς Ἀθήν. 183Β· ― δίχορδον, τό, Εὔφρων Ἀδελφ. 1. 34.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίχορδος, -ον)
(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δύο χορδές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίχορδον
είδος μουσικού οργάνου.