ἐλαιοκονία: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elaiokonia
|Transliteration C=elaiokonia
|Beta Code=e)laiokoni/a
|Beta Code=e)laiokoni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">plaster made from lime and oil</b>, <span class="bibl">Eust. 382.37</span>, Steph. <b class="b2">inHp</b>.2.384D.:</span>
|Definition=ἡ, [[plaster made from lime and oil]], Eust. 382.37, Steph. [[inHp]].2.384D.:
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />alquim. [[masilla de aceite y cal]] para las junturas del alambique, Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.9.13<br /><b class="num"></b>[[de aceite y barro]] para las junturas de cañerías, Steph.<i>in Hp.Aph</i>.2.208.25, cf. Eust.382.37, <i>Gloss</i>.2.294.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] ἡ, weiße Oelfarbe zum Maueranstreichen, Eust.
}}
{{ls
|lstext='''ἐλαιοκονία''': ἡ, [[εἶδος]] μίγματος ἐξ ἐλαίου καὶ τιτάνου χρησιμεύοντος πρὸς συγκόλλησιν σωλήνων, κοινῶς, «λουκιοῦνι» Εὐστ. 382. 27· πρβλ. τὴν λέξιν [[μάλθα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαιοκονία]], η και [[ἐλαιοκόνιον]], το (Μ)<br />[[είδος]] κονιάματος που τα συστατικά στοιχεία του ήταν ο [[ασβέστης]] και το [[λάδι]] και χρησίμευε στη [[συγκόλληση]] σωλήνων.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοκονία Medium diacritics: ἐλαιοκονία Low diacritics: ελαιοκονία Capitals: ΕΛΑΙΟΚΟΝΙΑ
Transliteration A: elaiokonía Transliteration B: elaiokonia Transliteration C: elaiokonia Beta Code: e)laiokoni/a

English (LSJ)

ἡ, plaster made from lime and oil, Eust. 382.37, Steph. inHp.2.384D.:

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
alquim. masilla de aceite y cal para las junturas del alambique, Zos.Alch.Comm.Gen.9.13
de aceite y barro para las junturas de cañerías, Steph.in Hp.Aph.2.208.25, cf. Eust.382.37, Gloss.2.294.

German (Pape)

[Seite 788] ἡ, weiße Oelfarbe zum Maueranstreichen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοκονία: ἡ, εἶδος μίγματος ἐξ ἐλαίου καὶ τιτάνου χρησιμεύοντος πρὸς συγκόλλησιν σωλήνων, κοινῶς, «λουκιοῦνι» Εὐστ. 382. 27· πρβλ. τὴν λέξιν μάλθα.

Greek Monolingual

ἐλαιοκονία, η και ἐλαιοκόνιον, το (Μ)
είδος κονιάματος που τα συστατικά στοιχεία του ήταν ο ασβέστης και το λάδι και χρησίμευε στη συγκόλληση σωλήνων.