βιαστέον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(big3_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=viasteon | |Transliteration C=viasteon | ||
|Beta Code=biaste/on | |Beta Code=biaste/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must do violence to]], τύχην E.''Rh.''584; ἀλόγως β. Phld.''Oec.''p.56J. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que violentar]] οὐ β. τύχην E.<i>Rh</i>.584, οὐ ... ἀλ[όγως] β. Phld.<i>Oec</i>.p.56. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιαστέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἐπενέγκῃ τις βίαν εἰς, τύχην Εὐρ. Ρήσ. 584. | |lstext='''βιαστέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἐπενέγκῃ τις βίαν εἰς, τύχην Εὐρ. Ρήσ. 584. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''βιαστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βιάζω]], πρέπει να ασκήσει [[κανείς]] [[βία]] σε..., σε Ευρ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
one must do violence to, τύχην E.Rh.584; ἀλόγως β. Phld.Oec.p.56J.
Spanish (DGE)
hay que violentar οὐ β. τύχην E.Rh.584, οὐ ... ἀλ[όγως] β. Phld.Oec.p.56.
Greek (Liddell-Scott)
βιαστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἐπενέγκῃ τις βίαν εἰς, τύχην Εὐρ. Ρήσ. 584.
Greek Monotonic
βιαστέον: ρημ. επίθ. του βιάζω, πρέπει να ασκήσει κανείς βία σε..., σε Ευρ.