τεχνολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=technologos
|Transliteration C=technologos
|Beta Code=texno/logos
|Beta Code=texno/logos
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">writer on the art of rhetoric</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.203 S. (pl.).</span>
|Definition=(parox.), ὁ, [[writer on the art of rhetoric]], Phld.''Rh.''1.203 S. (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui traite d'un art <i>ou</i> des règles d'un art.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]], [[λόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνολόγος''': -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ.
|lstext='''τεχνολόγος''': -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui traite d’un art <i>ou</i> des règles d’un art.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]], [[λόγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[τεχνολόγος]], η, Ν<br />αυτός που εξετάζει [[κάτι]] σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στην [[τεχνολογία]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά ή γράφει [[περί]] τέχνης<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά με [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[γραμματική]] [[τεχνολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τους κανόνες της ρητορικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[τεχνολόγος]], η, Ν<br />αυτός που εξετάζει [[κάτι]] σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στην [[τεχνολογία]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά ή γράφει [[περί]] τέχνης<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά με [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[γραμματική]] [[τεχνολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τους κανόνες της ρητορικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεχνολόγος:''' -ον, αυτός που πραγματεύεται [[κάτι]] κατά τους κανόνες της τέχνης.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τεχνο-[[λόγος]], ον,<br />treating by rules of art.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνολόγος Medium diacritics: τεχνολόγος Low diacritics: τεχνολόγος Capitals: ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: technológos Transliteration B: technologos Transliteration C: technologos Beta Code: texno/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, writer on the art of rhetoric, Phld.Rh.1.203 S. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1104] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traite d'un art ou des règles d'un art.
Étymologie: τέχνη, λόγος.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και τεχνολόγος, η, Ν
αυτός που εξετάζει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τεχνολογία
2. αυτός που μιλά ή γράφει περί τέχνης
3. αυτός που μιλά με τέχνη
4. αυτός που ασχολείται με τη γραμματική τεχνολογία
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τους κανόνες της ρητορικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -λόγος].

Greek Monotonic

τεχνολόγος: -ον, αυτός που πραγματεύεται κάτι κατά τους κανόνες της τέχνης.

Middle Liddell

τεχνο-λόγος, ον,
treating by rules of art.