διακοσμητικός: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(big3_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakosmitikos | |Transliteration C=diakosmitikos | ||
|Beta Code=diakosmhtiko/s | |Beta Code=diakosmhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=διακοσμητική, διακοσμητικόν, [[regulative]], δύναμις Iamb.''Myst.''10.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[ordenador]], [[regulador]] ἡ δ. τῶν ὅλων ([[δύναμις]]) Iambl.<i>Myst</i>.10.6, νοῦς Procl.<i>in Ti</i>.1.34.25, αἴτια Simp.<i>in Ph</i>.287.15. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''διακοσμητικός''': -ή, -όν, [[ῥυθμιστικός]], ὁ εἰς τακτοποίησιν [[κατάλληλος]], Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117. | |lstext='''διακοσμητικός''': -ή, -όν, [[ῥυθμιστικός]], ὁ εἰς τακτοποίησιν [[κατάλληλος]], Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (Α [[διακοσμητικός]], -ή, -όν) [[διακοσμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή [[είναι]] [[χρήσιμος]] στη [[διακόσμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμαντος]], [[επουσιώδης]] («διακοσμητικό [[πρόσωπο]]» — [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] [[προσωπικότητα]] ή [[χωρίς]] πραγματική [[εξουσία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διακοσμητικά φυτά» — καλλωπιστικά φυτά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[διακοσμητική]]<br />α) η [[διακόσμηση]]<br />β) το [[σύνολο]] τών τεχνών και ειδικοτήτων που σχετίζονται με τη [[διακόσμηση]]<br />γ) ο [[ρυθμός]] της διακόσμησης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συντελεί στη [[διαρρύθμιση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
διακοσμητική, διακοσμητικόν, regulative, δύναμις Iamb.Myst.10.6.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ordenador, regulador ἡ δ. τῶν ὅλων (δύναμις) Iambl.Myst.10.6, νοῦς Procl.in Ti.1.34.25, αἴτια Simp.in Ph.287.15.
German (Pape)
[Seite 583] anordnend, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
διακοσμητικός: -ή, -όν, ῥυθμιστικός, ὁ εἰς τακτοποίησιν κατάλληλος, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διακοσμητικός, -ή, -όν) διακοσμώ
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος στη διακόσμηση
νεοελλ.
1. ασήμαντος, επουσιώδης («διακοσμητικό πρόσωπο» — άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα ή χωρίς πραγματική εξουσία)
2. φρ. «διακοσμητικά φυτά» — καλλωπιστικά φυτά
3. το θηλ. ως ουσ. η διακοσμητική
α) η διακόσμηση
β) το σύνολο τών τεχνών και ειδικοτήτων που σχετίζονται με τη διακόσμηση
γ) ο ρυθμός της διακόσμησης
αρχ.
αυτός που συντελεί στη διαρρύθμιση.