ὑψαύχενος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsaychenos | |Transliteration C=ypsaychenos | ||
|Beta Code=u(yau/xenos | |Beta Code=u(yau/xenos | ||
|Definition= | |Definition=ὑψαύχενον, = [[ὑψαύχην]], [[Ἄραβες]] Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.''Epit.'' 147.27. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψαύχενος''': -ον, = [[ὑψαύχην]], Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α. | |lstext='''ὑψαύχενος''': -ον, = [[ὑψαύχην]], Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), [[πρβλ]]. [[ἐριαύχην]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψαύχενον, = ὑψαύχην, Ἄραβες Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.Epit. 147.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαύχενος: -ον, = ὑψαύχην, Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψαύχενος, -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α
μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος
αρχ.
1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι
2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό
3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη
4. (για δέντρο) ψηλός («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. ἐριαύχην].