θορυβητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thoryvitikos
|Transliteration C=thoryvitikos
|Beta Code=qorubhtiko/s
|Beta Code=qorubhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[uproarious]], [[turbulent]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>1380</span>.
|Definition=θορυβητική, θορυβητικόν, [[uproarious]], [[turbulent]], Ar. ''Eq.''1380.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bruyant, tapageur.<br />'''Étymologie:''' [[θορυβέω]].
|btext=ή, όν :<br />[[bruyant]], [[tapageur]].<br />'''Étymologie:''' [[θορυβέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θορῠβητικός:''' [[шумный]], [[шумливый]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θορῠβητικός:''' -ή, -όν, [[ταραχώδης]], [[θορυβώδης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θορῠβητικός:''' -ή, -όν, [[ταραχώδης]], [[θορυβώδης]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θορῠβητικός:''' [[шумный]], [[шумливый]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θορῠβητικός, ή, όν<br />[[uproarious]], [[turbulent]], Ar.
|mdlsjtxt=θορῠβητικός, ή, όν<br />[[uproarious]], [[turbulent]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβητικός Medium diacritics: θορυβητικός Low diacritics: θορυβητικός Capitals: ΘΟΡΥΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thorybētikós Transliteration B: thorybētikos Transliteration C: thoryvitikos Beta Code: qorubhtiko/s

English (LSJ)

θορυβητική, θορυβητικόν, uproarious, turbulent, Ar. Eq.1380.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bruyant, tapageur.
Étymologie: θορυβέω.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβητικός: шумный, шумливый Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380.

Greek Monolingual

θορυβητικός, -όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) θορυβώ
αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ» — και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ).

Greek Monotonic

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θορῠβητικός, ή, όν
uproarious, turbulent, Ar.