θορυβητικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thoryvitikos
|Transliteration C=thoryvitikos
|Beta Code=qorubhtiko/s
|Beta Code=qorubhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">uproarious, turbulent</b>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>1380</span>.</span>
|Definition=θορυβητική, θορυβητικόν, [[uproarious]], [[turbulent]], Ar. ''Eq.''1380.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[bruyant]], [[tapageur]].<br />'''Étymologie:''' [[θορυβέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θορῠβητικός:''' [[шумный]], [[шумливый]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θορῠβητικός''': -ή, -όν, ταραχώδης, [[θορυβώδης]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380.
|lstext='''θορῠβητικός''': -ή, -όν, ταραχώδης, [[θορυβώδης]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380.
}}
{{grml
|mltxt=[[θορυβητικός]], -όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) [[θορυβώ]]<br />αυτός που δημιουργεί [[ταραχή]], [[σύγχυση]], θόρυβο («καταληπτικὸς τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ» — και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θορῠβητικός:''' -ή, -όν, [[ταραχώδης]], [[θορυβώδης]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θορῠβητικός, ή, όν<br />[[uproarious]], [[turbulent]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβητικός Medium diacritics: θορυβητικός Low diacritics: θορυβητικός Capitals: ΘΟΡΥΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thorybētikós Transliteration B: thorybētikos Transliteration C: thoryvitikos Beta Code: qorubhtiko/s

English (LSJ)

θορυβητική, θορυβητικόν, uproarious, turbulent, Ar. Eq.1380.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bruyant, tapageur.
Étymologie: θορυβέω.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβητικός: шумный, шумливый Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380.

Greek Monolingual

θορυβητικός, -όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) θορυβώ
αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ» — και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ).

Greek Monotonic

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θορῠβητικός, ή, όν
uproarious, turbulent, Ar.