ἀργυρότοιχος: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(Bailly1_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyrotoichos | |Transliteration C=argyrotoichos | ||
|Beta Code=a)rguro/toixos | |Beta Code=a)rguro/toixos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ἀργυρότοιχον, [[with silver sides]], [[δροίτη]] A.''Ag.''1539 (lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀργῠρότοιχος) -ον [[revestido de plata]], [[δροίτη]] A.<i>A</i>.1539. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[aux murs d'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[τοῖχος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[δροίτη]], <i>mit silbernen Wänden</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 1520. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργυρότοιχος:''' [[сребростенный]] ([[δροίτη]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρότοιχος''': -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, [[εἴθε]] νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539. | |lstext='''ἀργῠρότοιχος''': -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, [[εἴθε]] νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἀργυρότοιχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη [[μπανιέρα]] με τα επάργυρα τοιχώματα [[μέσα]] στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, <b>Αισχ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠρότοιχος:''' -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια [[πλευρά]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀργυρότοιχον, with silver sides, δροίτη A.Ag.1539 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἀργῠρότοιχος) -ον revestido de plata, δροίτη A.A.1539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux murs d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, τοῖχος.
German (Pape)
δροίτη, mit silbernen Wänden, Aesch. Ag. 1520.
Russian (Dvoretsky)
ἀργυρότοιχος: сребростенный (δροίτη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρότοιχος: -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, εἴθε νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539.
Greek Monolingual
ἀργυρότοιχος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.).
Greek Monotonic
ἀργῠρότοιχος: -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια πλευρά, σε Αισχύλ.