ἀμβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "like an" to "like an")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amvoeidis
|Transliteration C=amvoeidis
|Beta Code=a)mboeidh/s
|Beta Code=a)mboeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> like an [[ἄμβων]], [[protuberant]], Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.8.7</span>.</span>
|Definition=ἀμβοειδές, like an [[ἄμβων]], [[protuberant]], Heliod. ap. Orib.49.8.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβοειδής''': -ές, = ὡς [[ἄμβων]], κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.
|lstext='''ἀμβοειδής''': -ές, = ὡς [[ἄμβων]], κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβη]] «ό,τι προεξέχει, [[εξόγκωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
|mltxt=[[ἀμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβη]] «ό,τι προεξέχει, [[εξόγκωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβοειδής Medium diacritics: ἀμβοειδής Low diacritics: αμβοειδής Capitals: ΑΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: amboeidḗs Transliteration B: amboeidēs Transliteration C: amvoeidis Beta Code: a)mboeidh/s

English (LSJ)

ἀμβοειδές, like an ἄμβων, protuberant, Heliod. ap. Orib.49.8.7.

Spanish (DGE)

-ές saliente, protuberante μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβοειδής: -ές, = ὡς ἄμβων, κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.

Greek Monolingual

ἀμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + -ειδής < εἶδος.