θολωτός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tholotos
|Transliteration C=tholotos
|Beta Code=qolwto/s
|Beta Code=qolwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">built like a</b> θόλος, τεῖχος <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>4.11</span>.</span>
|Definition=θολωτή, θολωτόν, [[built]] like a [[θόλος]], τεῖχος Procop.''Aed.''4.11.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θολωτός''': -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς [[θόλος]], Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. ([[θολόω]]) τεταραγμένος, [[νοῦς]] Ἐκκλ.
|lstext='''θολωτός''': -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς [[θόλος]], Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. ([[θολόω]]) τεταραγμένος, [[νοῦς]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θολωτός]], -ή, -όν) [[θόλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει θόλο<br /><b>2.</b> [[θολοειδής]], [[αψιδωτός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολωτός Medium diacritics: θολωτός Low diacritics: θολωτός Capitals: ΘΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: tholōtós Transliteration B: tholōtos Transliteration C: tholotos Beta Code: qolwto/s

English (LSJ)

θολωτή, θολωτόν, built like a θόλος, τεῖχος Procop.Aed.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

θολωτός: -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς θόλος, Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. (θολόω) τεταραγμένος, νοῦς Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θολωτός, -ή, -όν) θόλος
1. αυτός που έχει θόλο
2. θολοειδής, αψιδωτός.