διαύγιον: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(big3_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaygion
|Transliteration C=diaygion
|Beta Code=diau/gion
|Beta Code=diau/gion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vent</b>, <span class="bibl">Hero<span class="title">Spir.</span>1.18</span>, al.; <b class="b2">peephole</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>3.16</span>.</span>
|Definition=τό, [[vent]], Hero''Spir.''1.18, al.; [[peephole]], Procl.''Hyp.''3.16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[respiradero]], [[agujero]] δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero <i>Spir</i>.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.<i>Hyp</i>.3.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] τό, eine kleine Oeffnung ([[διαύγεια]]), Hero.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] τό, eine kleine Öffnung ([[διαύγεια]]), Hero.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαύγιον''': τό, =[[διαύγεια]] ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.
|lstext='''διαύγιον''': τό, =[[διαύγεια]] ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ου, τό<br />[[respiradero]], [[agujero]] δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero <i>Spir</i>.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.<i>Hyp</i>.3.16.
|mltxt=[[διαύγιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[διαύγεια]], μικρή [[τρύπα]], [[φεγγίτης]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[τρύπα]] σε [[οχύρωμα]] κατάλληλη για [[κατόπτευση]] (Πρόκλ., <i>Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων</i>).
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαύγιον Medium diacritics: διαύγιον Low diacritics: διαύγιον Capitals: ΔΙΑΥΓΙΟΝ
Transliteration A: diaúgion Transliteration B: diaugion Transliteration C: diaygion Beta Code: diau/gion

English (LSJ)

τό, vent, HeroSpir.1.18, al.; peephole, Procl.Hyp.3.16.

Spanish (DGE)

-ου, τό
respiradero, agujero δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero Spir.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.Hyp.3.16.

German (Pape)

[Seite 609] τό, eine kleine Öffnung (διαύγεια), Hero.

Greek (Liddell-Scott)

διαύγιον: τό, =διαύγεια ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.

Greek Monolingual

διαύγιον, το (Α)
1. υποκορ. του διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης
2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων).