νεαλδής: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nealdis
|Transliteration C=nealdis
|Beta Code=nealdh/s
|Beta Code=nealdh/s
|Definition=ές, (ἀλδεῖν) [[newly grown]] or [[produced]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.692</span>.
|Definition=νεαλδές, ([[ἀλδεῖν]]) [[newly grown]] or [[produced]], Opp.''H.''1.692.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεαλδής]] και [[νεοαλδής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[μόλις]] έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, [[νεογέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλδαίνω]] «[[αυξάνω]], [[δυναμώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αλδής</i>].
|mltxt=[[νεαλδής]] και [[νεοαλδής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[μόλις]] έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, [[νεογέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλδαίνω]] «[[αυξάνω]], [[δυναμώνω]]»), [[πρβλ]]. [[πολυαλδής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεαλδής Medium diacritics: νεαλδής Low diacritics: νεαλδής Capitals: ΝΕΑΛΔΗΣ
Transliteration A: nealdḗs Transliteration B: nealdēs Transliteration C: nealdis Beta Code: nealdh/s

English (LSJ)

νεαλδές, (ἀλδεῖν) newly grown or produced, Opp.H.1.692.

German (Pape)

[Seite 234] ές, neu, frisch gewachsen, Opp. Hal. 1, 692.

Greek (Liddell-Scott)

νεαλδής: -ές, (ἀλδεῖν) νεωστὶ αὐξηθεὶς ἢ παραχθείς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 692.

Greek Monolingual

νεαλδής και νεοαλδής, -ές (Α)
αυτός που μόλις έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αλδής (< ἀλδαίνω «αυξάνω, δυναμώνω»), πρβλ. πολυαλδής].