πολυαλδής
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
πολυαλδές, (ἀλδαίνω) much-nourishing, Q.S.2.658.
German (Pape)
[Seite 659] ές, viel ernährend, Qu. Sm. 2, 658.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλδής: -ές, (ἀλδαίνω) ὁ πολὺ θρεπτικός, Κόϊντ. Σμ. 2. 658.
Greek Monolingual
-ές, Α. ο πολύ θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευαλδής, νεαλδής].