πολυαλδής
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
πολυαλδές, (ἀλδαίνω) much-nourishing, Q.S.2.658.
German (Pape)
[Seite 659] ές, viel ernährend, Qu. Sm. 2, 658.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλδής: -ές, (ἀλδαίνω) ὁ πολὺ θρεπτικός, Κόϊντ. Σμ. 2. 658.
Greek Monolingual
-ές, Α. ο πολύ θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευαλδής, νεαλδής].