πολυαλδής

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαλδής Medium diacritics: πολυαλδής Low diacritics: πολυαλδής Capitals: ΠΟΛΥΑΛΔΗΣ
Transliteration A: polyaldḗs Transliteration B: polyaldēs Transliteration C: polyaldis Beta Code: polualdh/s

English (LSJ)

πολυαλδές, (ἀλδαίνω) much-nourishing, Q.S.2.658.

German (Pape)

[Seite 659] ές, viel ernährend, Qu. Sm. 2, 658.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλδής: -ές, (ἀλδαίνω) ὁ πολὺ θρεπτικός, Κόϊντ. Σμ. 2. 658.

Greek Monolingual

-ές, Α. ο πολύ θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευαλδής, νεαλδής].