χελυνοίδης: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chelynoidis
|Transliteration C=chelynoidis
|Beta Code=xelunoi/dhs
|Beta Code=xelunoi/dhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with swollen lips]], <span class="bibl">Com.Adesp.1194</span>, <span class="bibl">Eust.1684.29</span>.</span>
|Definition=χελυνοίδου, ὁ, [[with swollen lips]], Com.Adesp.1194, Eust.1684.29.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χελυνίδης]], ὁ, Α<br />αυτός που έχει παχιά, εξογκωμένα χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>χελυνοιδῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χελύνη]] (Ι) «[[χείλος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>οἰδῶ</i> «πρήζομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>πε</i>-<i>οίδης</i>].
|mltxt=και [[χελυνίδης]], ὁ, Α<br />αυτός που έχει παχιά, εξογκωμένα χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>χελυνοιδῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χελύνη]] (Ι) «[[χείλος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>οἰδῶ</i> «πρήζομαι»), [[πρβλ]]. [[πεοίδης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελῡνοίδης Medium diacritics: χελυνοίδης Low diacritics: χελυνοίδης Capitals: ΧΕΛΥΝΟΙΔΗΣ
Transliteration A: chelynoídēs Transliteration B: chelynoidēs Transliteration C: chelynoidis Beta Code: xelunoi/dhs

English (LSJ)

χελυνοίδου, ὁ, with swollen lips, Com.Adesp.1194, Eust.1684.29.

German (Pape)

[Seite 1348] mit geschwollenen, dicken Lippen, Eustath., vgl. Phryn. in B. A. 72.

Greek (Liddell-Scott)

χελῡνοίδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μεγάλα καὶ ἐξῳδηκότα χείλη, κοινῶς «χειλαρᾶς», «ὁ τὴν χελύνην μεγάλην ἔχων ὄμοιον τῷ πεοίδης, οἷον ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26, Εὐστ. 1684. 29.

Greek Monolingual

και χελυνίδης, ὁ, Α
αυτός που έχει παχιά, εξογκωμένα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. χελυνοιδῶ (< χελύνη (Ι) «χείλος» + οἰδῶ «πρήζομαι»), πρβλ. πεοίδης].