λεπτοϋφής: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptoyfis | |Transliteration C=leptoyfis | ||
|Beta Code=leptou+fh/s | |Beta Code=leptou+fh/s | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ές, ([[ὑφαίνω]]) [[finely woven]], Luc.''Am.''41, Alciphr.3.41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ές, (ὑφαίνω) finely woven, Luc.Am.41, Alciphr.3.41.
German (Pape)
ές, fein gewebt; Alciphr. 3.41; Schol. Soph. Tr. 611.
Russian (Dvoretsky)
λεπτοϋφής: тонко (искусно) сотканный (ἐσθής Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοϋφής: -ές, (ὑφαίνω) λεπτῶς ὑφασμένος, Λουκ. Ἔρωτες 41, Ἀλκίφρων 3. 41.
Greek Monolingual
-ές (Α λεπτοϋφής, -ές)
1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος
2. μτφ. λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευυφής, παρυφής].