παραλληλίζω: Difference between revisions
From LSJ
σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parallilizo | |Transliteration C=parallilizo | ||
|Beta Code=parallhli/zw | |Beta Code=parallhli/zw | ||
|Definition=[[place side by side]], λέξεις ἰσοδυνάμους | |Definition=[[place side by side]], λέξεις ἰσοδυνάμους Id.437.29, cf. 1539.58. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
place side by side, λέξεις ἰσοδυνάμους Id.437.29, cf. 1539.58.
German (Pape)
[Seite 488] neben einander od. gegen einander über stellen, auch vergleichen, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παραλληλίζω: ἐπὶ παραθέσεως, ἤτοι συγκρίσεως, τίθημι δύο πράγματα ἐγγὺς ἀλλήλων καὶ συγκρίνω αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜ παράλληλος
θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω
2. παρομοιάζω
3. γεωγρ. προσανατολίζω χάρτη.